- εξωφρενισμός
- ο1. εξωφρενικότητα2. στον πληθ. εξωφρενικές ενέργειες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξωφρενισμός — ο εξωφρενική κατάσταση ή ενέργεια, παραφροσύνη, παλαβομάρα, τρέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωφρενικότητα — η η ιδιότητα του εξωφρενικού (βλ. λ.), ο εξωφρενισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)